- ἀποικονομίας
- ἀποικονομίᾱς , ἀποικονομίαrejectionfem acc plἀποικονομίᾱς , ἀποικονομίαrejectionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.